Τα παραμύθια για τα παιδιά αποτελούν ένα ολοκληρωμένο σεμινάριο εκπαίδευσης για τη ζωή.Βοηθούν το παιδι να αναπτυχθεί, είναι παιχνίδι, θεραπεία, τροφή για τη συγκινησιακή του ευφυία.
Παιδί. Το παιδί στην ηλικία από 2-5 ετών είναι αρκετά μικρό να σκεφτεί με λογικούς όρους, στους οποίους γενικά αναφερόμαστε. Το μυαλό του δεν έχει ευρεία αφαιρετική ικανότητα, όπως το μυαλό του ενηλίκου όπου είναι σε θέση να δημιουργήσει συνδυαστικές αλυσίδες μέσω εικόνων, αλλά δεν είναι ακόμη ικανό να επεξεργαστεί αφηρημένες έννοιες και να τις συνδέσει μεταξύ τους μέσω λογικών σχέσεων. Το παιδί προβάλλει στον κόσμο, έναν κόσμο καινούργιο και εντελώς άγνωστο, και προσπαθεί να βάλει σε τάξη τα ερεθίσματα που προέρχονται από αυτόν δημιουργώντας έναν «χάρτη» σταθερών εννοιών.
Για το παιδί οι «χάρτες» αυτοί αποτελούν ζωτική ανάγκη, γιατί του επιτρέπουν να δώσει νόημα στα δεδομένα των αισθήσεών του. Η παρατεταμένη περίοδος των «γιατί» είναι ένας σταθμός αυτής της διαδρομής. «Μαμά, γιατί καίει η φωτιά;» Δύσκολη ερώτηση για κάποιον ενήλικο, που μολονότι γνωρίζει πολύ καλά το φαινόμενο της καύσης, δε χρησιμοποιεί πλέον αυτή τη γνωστική διεργασία: το να ρωτάς ρο “γιατί” δεν είναι το ίδιο με το να ρωτάς το “πώς”.Το γιατί προϋποθέτει αναζήτηση της σημασίας και όχι των διαδικασιών πραγματοποίησης του φαινομένου. Το γιατί είναι μια ερώτηση που αφορά τον σκοπό, την επιδίωξη τη γενικότερη έννοια της διαδικασίας, είναι μια μεταφυσική ερώτηση!
Το λογικό μυαλό του ενηλίκου, και μαζί μ’ αυτό και η επιστήμη προσπάθησε να ανακαλύψει πώς συντελούνται τα φαινόμενα. Στο πεδίο αυτό συσσώρευσε έναν πραγματικά αξιοθαύμαστο όγκο πληροφοριών, αλλά σιγά σιγά απομακρύνθηκε από την αναζήτηση των γιατί, που προσλαμβάνει πάντα μια ασαφή απόχρωση θρησκευτικής ή φιλοσοφικής ερώτησης. Ο επιστήμονας ξέρει να πει πώς είμαστε ζωντανοί, αλλά τι μπορεί να πει σχετικά με το γιατί είμαστε ζωντανοί; Δεν είναι ο χώρος του! Ενώ αυτά ακριβώς είναι τα ερωτήματα που θέτει το παιδί. ΠΑΙΔΙ «Μαμά, γιατί καίει η φωτιά;», «Γιατί είναι ζεστή;», «Και γιατί είναι ζεστή;»,«Γιατί το ξύλο καίγεται και παράγει ενέργεια;»« Και γιατί παράγει ενέργεια;».
Διάλογος μεταξύ κωφών. Οι ενήλικές εκνευρίζονται από αυτή την υπερβολική αναζήτηση των γιατί, γιατί, γιατί, γιατί, που πάντα τους δυσκολεύουν θέτοντας ερωτήματα στα οποία ούτε αυτοί είναι ικανοί ν απαντήσουν. Τα ερωτήματα του παιδιού μένουν στην ουσία αναπάντητα, μέχρι που παρεμβαίνει η παραίτηση και αλλάζει η πορεία της εξερεύνησης. Οι λογικές εξηγήσεις είναι εντελώς ακατάληπτες για ένα παιδί, το οποίο δεν κατέχει ακόμα καμία από τις βασικές έννοιες που θα του επέτρεπε να συλλάβει. Έτσι η ενέργεια μετατρέπεται σε ένα πράσινο ανθρωπάκι που τρώει το ξύλο και πετάει τις φλόγες.
«Μαμά, γιατί υπάρχει ο άνεμος;»
«Γιατί ο αέρας μετατοπίζεται από τις περιοχές υψηλής πίεσης στις περιοχές χαμηλής πίεσης».
Α! Οι «περιοχές υψηλής και χαμηλής πίεσης» μετατρέπονται σε λέξεις μαγικές, οι οποίες φέρνουν στον νου σπουδαία βασίλεια που διασχίζει καλπάζοντας πάνω στο άλογό του ο Κύριος Άνεμος, και ποιος ξέρει γιατί βιάζεται τόσο, αλλά καλύτερα να μην κάνουμε άλλες ερωτήσεις γιατί η μαμά βαριέται.
Οι ενήλικοι πιστεύουν ότι παρέχουν ολοκληρωμένη και εξαντλητική πληροφόρηση όταν εξηγούν με λογικούς όρους σε ένα παιδί πώς συντελούνται τα φυσικά φαινόμενα. Το παιδί όμως δεν μπορεί να καταλάβει αυτές τις «εξηγήσεις». Αυτές αποτυπώνονται στο μυαλό του σαν μαγικά λόγια που θα επα- ναλάβει όσο καλύτερα μπορεί όταν χρειαστεί. Λόγια, λόγια χωρίς σημασία, αλλά σημαντικά μόνο και μόνο γι’ αυτό που ο ενήλικος υποψιάζεται λιγότερο απ’ όλα: για τη μαγική αξία τους! Λόγια αδιάψευστα, που δεν επιδέχονται κριτική, που το περιεχόμενό τους δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, που είναι σημαντικά όμως μόνο λόγω της πηγής από την οποία προέρχονται: ΠΑΙΔΙ Μου το είπε ο μπαμπάς μου», «Κι εμένα η μαμά μου». Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι η σύγκριση ανάμεσα στους «μάγους» που τα εκστόμισαν.Το παραμύθι μιλά για τα γιατί, το παραμύθι μιλά πάντα για τη σημασία όσων συμβαίνουν.
Ο πρίγκιπας κατεβαίνει στον βυθό της θάλασσας για να βρει το διαμαντένιο δαχτυλίδι που έχασε ο γερο-βασιλιάς κι έτσι να,μπορέσει να παντρευτεί την όμορφη πριγκίπισσα με τις χρυσές πλεξούδες.
Πώς κατορθώνει ο πρίγκιπας να κατέβει στον βυθό της θάλασσας χωρίς φιάλες οξυγόνου δεν έχει καμιά σημασία, ούτε το παιδί ρωτά πώς συμβαίνει και τα δαχτυλίδια των βασιλιά πως καταλήγουν πάντα στα πιο απίθανα σημεία, ούτε πώς καθορίζονται αυτές οι παράξενες συμφωνίες.
Στα παραμύθια τα ζώα και τα φυτά μιλούν ο Βασιλιάς της Θάλασσας είναι ένας κύριος με πυκνή γενειάδα που κατοικεί κάτω απ’ το νερό– ο Ήλιος είναι ένας πολεμιστής θεός που ιππεύει στον ουρανό– η Σελήνη είναι μια χλομή κυρία καλυμμένη με μαργαριτάρια και το παιδί παραδόξως δε ρωτά ποτέ το γιατί. Το γεγονός ότι κάθε στοιχείο του γύρω κόσμου έχει ζωή, ότι τα δασάκια μιλούν και οι ελέφαντες πετούν είναι φυσικό, δε χρειάζεται καμιά εξήγηση.
Εμείς οι ενήλικοι μπορούμε, για μια φορά τουλάχιστον, να αναρωτηθούμε το γιατί. Γιατί αυτός ο μαγεμένος κόσμος είναι ο κόσμος όπου ζει καθημερινά το παιδί, ο κόσμος της «πρωτόγονης μαγείας» όπου έζησαν όλοι οι λαοί στις απαρχές του ανθρώπινου είδους και όπου ζουν ακόμη και σήμερα όλα τα άτομα στις απαρχές της ύπαρξής τους. Ένας κόσμος λοιπόν που είναι γνωστός σε όλους μας. Πρόκειται για έναν κόσμο όπου όλα έχουν ζωή: τα αντικείμενα μιλούν, το ίδιο τα ζώα και τα φυτά, και όλα δρουν βάσει μιας λογικής, έχοντας κάποιο σκοπό. Είναι ένας κόσμος με μάχες, συγκρούσεις, νίκες και δραματικές ήττες.
Τα παραμύθια παρουσιάζουν πάντα ένα πρόβλημα. Στα παραμύθια εξ ορισμού όλα τελειώνουν καλά, αλλά δεν πάνε πάντα όλα καλά. Απεναντίας, αποτελεί χαρακτηριστικό των παραμυθιών να ξεκινούν με την παρουσίαση μιας κατάστασης, ευτυχισμένης ή όχι, που λειτουργεί μόνο ως γρήγορη εισαγωγή στο δράμα, όπου σύντομα θα βρεθεί μπλεγμένος ο πρωταγωνιστής. Οι πρίγκιπες πρέπει πάντα να πραγματοποιούν απίθανα κατορθώματα, διαφορετικά θα πεθάνουν οι πριγκίπισσες είναι απροστάτευτα θύματα βάναυσης μαγείας– τα παιδιά είναι αιχμάλωτα της μάγισσας που τα παχαίνει να τα φάει.
Και το παραμύθι οδηγεί το παιδί, κρατώντας το από το χέρι έξω από τρομερές καταστάσεις. Η αξία του παραμυθιού έγκειται ακριβώς σε αυτό: στην ικανότητά του να παρουσιάζει με φανταστικό τρόπο, κατά συνέπεια εύκολα κατανοητό στο παιδί μια δραματική κατάσταση έντονης διαπάλης και πιθανής τραγωδίας και τελικά να υποδεικνύει την έξοδο από αυτή. Το παραμύθι παρουσιάζει το πρόβλημα και την επίλυση του προβλήματος και έχει όλα αυτά στη μοναδική γλώσσα στην οποία έχει πρόσβαση το παιδί: τη γλώσσα της φαντασίας. Από τη μια πλευρά, τα παραμύθια είναι γεμάτα από μικρά παιδιά, παιδιά εγκαταλελειμμένα στο δάσος, παιδιά που βασανίζονται από άσπλαχνες μητριές, παιδιά που δεν τα αγαπούν, παιδιά που δεν τα θέλουν, παιδιά χαμένα. Τα παιδιά στα παραμύθια δεν υπακούουν πάντα στις απαγορεύσεις: ανοίγουν όλες τις πόρτες που έπρεπε να μείνουν κλειστές, παρεκλίνουν από το σωστό δρόμο, πηγαίνουν ακριβώς εκεί που δε θα έπρεπε να πάνε. Τα παραμύθια μιλούν στο παιδί για τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει καθημερινά: την εγκατάλειψη, την έλλειψη αγάπης, τη μοναξιά, την ανυπακοή, τον φόβο. Και στα παραμύθια τα παιδιά νικούν! Νικούν άσπλαχνους γονείς, κακές μάγισσες, απειλητικές φιγούρες πολύ πιο δυνατές από αυτά: τα παραμύθια είναι για τα παιδιά η φωνή της ελπίδας.
Από την άλλη πλευρά, στα παραμύθια δεν υπάρχουν μόνο μικρά παιδιά, υπάρχουν μεγαλύτερα παιδιά, υπάρχουν νέοι,ενήλικοι και γέροι.Μέσα απ’ όσα συμβαίνουν στους πρωταγωνιστές, τα παραμύθια προαναγγέλλουν τα μελλοντικά στάδια της ζωής με τις δυσκολίες που ενδεχομένως να παρουσιαστούν και τους τρόπους με τους οποίους θα ξεπεραστούν αυτές οι δυσκολίες. Υπό αυτή την έννοια, αποτελούν ένα ολοκληρωμένο σεμινάριο εκπαίδευσης για τη ζωή. Δεν είναι τυχαίο που τα παιδιά αγαπούν ιδιάιτερα ένα συγκεκριμένο παραμύθι σε μια δεδομένη χρονική περίοδο και θέλουν να ακούνε μόνο αυτό, το ακούνε, το ξανακούνε και δεν κουράζονται ποτέ τους να τους το διηγούνται, τα υπόλοιπα παραμύθια δεν τους ενδιαφέρουν. Εκείνη τη στιγμή αυτό είναι το δικό τους παραμύθι, αυτό που μιλά για τα προβλήματα που απασχολούν τα παιδιά εκείνη τη στιγμή.
Υπάρχει ακόμη ένα στοιχείο που δεν πρέπει να υποτιμούμε: η φυσική παρουσία της μητέρας (ή όποιου άλλου ασχολείται εκείνη τη στιγμή με το παιδί). Συχνά οι γονείς είναι απόντες, (κυματικά ή και πνευματικά: μπορεί να βρίσκονται στο σπίτι, όμως είναι αλλού, έχουν τις δικές τους ανησυχίες και ασχολίες. Όμως η στιγμή του παιχνιδιού με το παιδί ή του παραμυθιού είναι η μαγική στιγμή κατά την οποία ο ενήλικος βρίσκεται κοντά του, εντελώς στη διάθεσή του. Βέβαια, το παιδί γνωρίζει πάρα πολύ καλά το συγκεκριμένο παραμύθι, αλλά η μαμά είναι εκεί με τη φωνή της και με τις εκφράσεις της. Το παιδί μπορεί να την παρατηρήσει, να τη μελετήσει λεπτομερειακά. Χωρίς επ’ ουδενί να μειώσω την αξία του παραμυθιού αυτού καθαυτού, ότι ακόμη και αν η μαμά διάβαζε τον Χρυσό Οδηγό, η παρουσία της κοντά στο παιδί και το γεγονός πως είναι απολύτως διαθέσιμη για το παιδί θα ήταν ήδη αρκετά για να το καθησυχάσουν, να το ηρεμήσουν και να το αποκοιμίσουν, όλα αυτά βέβαια αν δεν υπάρχουν διαταραχές ή σοβαρά προβλήματα σε εξέλιξη.
Σας έχει διαβάσει κανείς στη διάρκεια της ενήλικης ζωής σας ένα παραμύθι; Και δε νιώσατε για μια στιγμή εκείνη τη γλυκιά αίσθηση καθώς σας νανούριζε μια φωνή, δε σας φάνηκε να βυθίζεστε σε έναν κόσμο μακρινό, μακρινό;…
Η συνήθεια να διηγούμαστε παραμύθια στα παιδιά δυστυχώς χάνεται όλο και περισσότερο, καθώς κερδίζει έδαφος μια παροχή γνώσεων περισσότερο πρακτική, λογική και ρεαλιστική . Παραβλέπουμε το γεγονός ότι το παιδί είναι παιδί και όχι μικρογραφία ενός ενηλίκου, ότι η πραγματικότητα που βιώνει έτσι κι αλλιώς είναι συμβολική και ότι οι μοναδικές εξηγήσεις που έχουν κάποιο νόημα είναι οι εικόνες.Το να εγκαταλείψουμε τη διήγηση των παραμυθιών σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε τον καλύτερο τρόπο πρόσβασης σε εκείνο μαγικό κόσμο που κατακλύζει το παιδί, σημαίνει ότι στερούμε ένα χρήσιμο βοήθημα ή, ακόμη καλύτερα, ένα αναγκαίο βοήθημα για να αντιμετωπίσει και να επιλύσει τις αγωνίες του.
Πηγή: //Πάολα Σανταγκόστινο, “Βιβλιοθήκη για γονείς’’ ,εκδ.Καστανιώτη.