Τα κλασικά παραμύθια είναι πάντα κατάλληλα. Γιατί; Ας αναρωτηθούμε τι είναι στην πραγματικότητα ένα «κλασικό» παραμύθι. Σίγουρα δεν είναι κάποιο που γνώρισε μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία από άλλα, αλλά μάλλον κάποιο που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά εδώ και εκατοντάδες -αν όχι χιλιάδες- χρόνια και του οποίου παραλλαγές συναντάμε συχνά στις πιο διαφορετικές χώρες του κόσμου.
Ποια παραμύθια να διηγούμαστε στο παιδί;
Την εποχή που η μετάδοση των παραμυθιών ήταν ακόμη αποκλειστικά προφορική, κανείς δεν ήξερε να πει, ποιος είχε διηγηθεί πρώτος το συγκεκριμένο παραμύθι: το όνομα του πραγματικού δημιουργού χανόταν εντελώς με το πέρασμα του χρόνου.
Επίσης, η προέλευση του παραμυθιού αποδιδόταν συχνά σε τοπικές θεότητες ή σε κάποιο «σοφό» που είχε μεταδώσει κατόπιν δικής τους προτροπής, τους θησαυρούς της γνώσης Και στην ουσία, εκτός του ότι είναι αδύνατο, δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία να αναζητήσουμε τον πραγματικό δημιουργό του παραμυθιού όταν μια ιστορία έχει διαποτίσει πλέον σε τέτοιο βαθμό την κουλτούρα ενός λαού, ώστε τελικά να έχει μετατραπεί σε κοινή κληρονομιά. Η απόδοση της πατρότητας ενός παραμυθιού σε κάποιο «θεό» είναι μια ιστορική παραποίηση, αντανακλά όμως με τον καλύτερο τρόπο το γεγονός ότι για να εξαπλωθεί και να ριζώσει στην κοινή κουλτούρα το φανταστικό περιεχόμενό του, έπρεπε να αναδυθεί από τα μύχια της ζωής, τα οποία υπερβαίνουν τα στενά όρια του υποκειμενικού.
Με άλλα λόγια, οι «σπουδαίες ιστορίες», αυτές που αποδεικνύονται διαχρονικές, δεν αντανακλούν τόσο την υποκειμενικότητα του δημιουργού τους, αλλά κυρίως εκφράζουν γενικά θέματα που ενδιαφέρουν ολόκληρη την ανθρωπότητα και που αφορούν στο ζήτημα «του να είσαι άνθρωπος», το οποίο μας ενώνει όλους πέρα από γεωγραφικές ή χρονικές αποστάσεις. Το παραμύθι της Σταχτοπούτας, για παράδειγμα, φαίνεται εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε γραπτή μορφή στην Κίνα τον 9ο αιώνα π.Χ., και πως είχε ήδη τότε μεγάλη παράδοση πίσω του. Η ιδέα του μικρού ποδιού, ως σημάδι θηλυκής σεξουαλικής έλξης, ανήκει στην παράδοση της Ανατολής που περιλαβάνει το φάσκιωμα των ποδιών των κοριτσιών και όχι στη δυτική παράδοση, η οποία επικεντρωνόταν σε άλλα χαρακτηριστικά ως προς το ζήτημα αυτό.
Το βασικό όμως θέμα του παραμυθιού, αυτό που σχετίζεται την με την αντιζηλία και τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε αδελφούς και αδελφές, είναι σίγουρα οικουμενικό. Άλλωστε, γι’ αυτό έγιναν γνωστοί οι Κάιν και Άβελ πριν από πολλά χρόνια… Και τα παραμύθια «των αδελφών Γκριμ» δε γράφτηκαν σε καμιά περίπτωση από τους αδελφούς Γκριμ, όπως εξηγούν οι ίδιοι, αλλά συγκεντρώθηκαν με υπομονή από την προφορική γερμανική παράδοση και από τα κείμενα του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα γενικότερα. Τα περισσότερα κλασικά παραμύθια πραγματεύονται στην ουσία προβλήματα εγκατάλειψης (για παράδειγμα, Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ), αντιζηλίας με τη μητέρα (όπως Η Χιονάτη) ή με τις αδελφές (όπως Η Σταχτοπούτα) κτλ. με τα οποία έρχεται αντιμέτωπο καθημερινά το παιδί και υποδεικνύουν τις πιο κατάλληλες λύσεις με όρους άμεσα κατανοητούς σε αυτό.
Το σχήμα της δομής των κλασικών παραμυθιών
Το κατεξοχήν χαρακτηριστικό των κλασικών παραμυθιών είναι η εξέλιξή τους σε τρεις φάσεις: αρχή, κρίση και επίλυση. Η αξία του έγκειται ακριβώς σ’ αυτή την ακολουθία ως «εξάσκηση στην επίλυση των προβλημάτων». Τα παραμύθια αρχίζουν με την παρουσίαση μιας συγκεκριμένης κατάστασης, που συχνά περιέχει εκείνα τα στοιχεία «κρισιμότητας» τα οποία στη συνέχεια θα εκδηλωθούν σε όλη τους την έκταση.
«Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας φτωχός χωρικός που είχε τρεις γιους…» Αν ο χωρικός είναι φτωχός, μπορεί να περιμένει κανείς ότι η αφηγηματική εξέλιξη του παραμυθιού θα επικεντρωθεί στην αναζήτηση των μέσων για την επιβίωσή του, πιθανότατα από τα παιδιά του.
«Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας γερο-βασιλιάς…» Αφού ο βασιλιάς είναι γέρος, σύντομα θα τεθεί το πρόβλημα της διαδοχής του στον θρόνο.
«Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια πανέμορφη πριγκίπισσα…» Είναι βέβαιο ότι θα πρέπει να της βρουν τον κατάλληλο σύζυγο.
Η αρχική κατάσταση χρησιμεύει για την παρουσίαση των προσώπων, των μεταξύ τους σχέσεων και των πιθανών προβλημάτων τους. Στη δεύτερη φάση, διαγράφεται σε όλη του την έκταση, και συχνά με δραματικό τρόπο, το «πρόβλημα» που αποτελεί τον πραγματικό πυρήνα του παραμυθιού. Γίνεται σαφές ποιος είναι ο Πρωταγωνιστής και ποια είναι η δυσκολία που πρέπει να αντιμετωπίσει. Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ έχουν χαθεί στο δάσος και μια μάγισσα θέλει να τους κάνει ψητούς, η Σταχτοπούτα είναι κλεισμένη στην κουζίνα ενώ γίνεται ο μεγάλος βασιλικός χορός, η Χιονάτη είναι ολομόναχη στο δάσος ή δηλητηριασμένη και η Κοκκινοσκουφίτσα βρίσκεται στην κοιλιά του κακού λύκου μαζί με τη γιαγιά.
Η τρίτη φάση οδηγεί στη χαρακτηριστική κατάληξη «… Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», αφού πλέον οι Πρωταγωνιστές κατόρθωσαν να επιλύσουν το πρόβλημα, να υπερπηδήσουν το εμπόδιο και να νικήσουν τον εχθρό. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται το θετικό μήνυμα του παραμυθιού: τα προβλήματα υπάρχουν και μπορούν να ξεπεραστούν. Ορισμένες φορές η λύση προέρχεται από τον ίδιο τον Πρωταγωνιστή, από την πονηριά του, το θάρρος του ή την καλοσύνη του, αλλά τις περισσότερες φορές στην επίλυση βοηθά η εμφάνιση ενός Συμπαραστάτη.
Ο Εχθρός και ο Συμπαραστάτης είναι δύο πρόσωπα που δε λείπουν ποτέ: ο ένας προκαλεί δυσκολίες και εμπόδια στον Πρωταγωνιστή, ο άλλος τον βοηθά· ο ένας υποκινείται από τα – κακά του πάθη», πολύ κοινά άλλωστε, τη ζήλια, τον φθόνο, την απληστία, ενώ ο άλλος από τα «καλά του αισθήματα», τη συμπόνια, την ευγνωμοσύνη, τη γενναιοδωρία. Δεν είναι αλήθεια ότι δεν πρέπει να διηγούμαστε παραμύθια με δράκους και μάγισσες στα παιδιά γιατί τα φοβίζουν, κάθε άλλο! Τα παιδιά έχουν από μόνα τους πολλούς φόβους: τα παραμύθια δίνουν ένα πρόσωπο σε αυτούς τους φόβους και υποδεικνύουν τον δρόμο για να τους ξεπεράσουν. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να έχουν καλό τέλος. Στα παραμύθια διακρίνεται πάντα ξεκάθαρα το καλό από το κακό, ο καλός από τον κακό, πολύ δύσκολα οι Μάγισσες αλλάζουν χαρακτήρα ή οι Νεράιδες εκνευρίζονται και φωνάζουν. Τα πρόσωπα είναι ξεκάθαρα: ο Ήρωας δε φοβάται ποτέ και ο Κακός δε δείχνει ποτέ έλεος. Πράγμα που δεν ισχύει φυσικά στην αληθινή ζωή, όπου το φως κι οι σκιές αναμειγνύονται αδυσώπητα. Ανταποκρίνεται όμως απόλυτα στις ανάγκες του παιδιού!
Το παιδί εξαρτάται ολοκληρωτικά για την επιβίωσή του από τους γονείς του, οι οποίοι βέβαια, όντας πραγματικά πρόσωπα, είναι λίγο καλοί και λίγο κακοί, και αυτό το αντιλαμβάνεται καθημερινά. Είναι όμως υπερβολικά τρομακτικό να σκεφτεί κανείς ότι εξαρτάται ολοκληρωτικά από κάποιον που ίσως είναι κακός, είναι απλώς ανυπόφορο. Έτσι το παιδί διαχωρίζει τις εικόνες: η καλή μαμά και η κακή μαμά, η Νεράιδα και η Μάγισσα. Όλες οι «κακές» πράξεις στα παραμύθια δε γίνονται ποτέ από μαμάδες αλλά από «μητριές», ενώ ακόμη και οι μητριές συμπεριφέρονται πολύ καλά στα δικά τους παιδιά!
Τα «κακά» πρόσωπα των παραμυθιών λειτουργούν ως καταλύτες και ενσαρκώνουν τις αρνητικές παρορμήσεις, που έτσι δεν αναιρούνται ούτε καταστέλλονται, αλλά απλώς «νικιούνται» -συχνά παρά τρίχα- από τις θετικές παρορμήσεις που ενσαρκώνονται από τα «καλά» πρόσωπα.
Στην πραγματικότητα, το ίδιο το παιδί είναι «λίγο καλό και λίγο κακό», εκφράζει ένα μείγμα αντιφατικών συναισθημάτων όπως κάθε ανθρώπινο ον. Ούτε αυτό όμως είναι πολύ ανεκτό από το παιδί – αντίθετα είναι βαθιά καταθλιπτικό να αισθάνεσαι κακός, να αναγνωρίζεις στον εαυτό σου ορισμένα αρνητικά χαρακτηριστικά, σε βαθμό που να τα προβάλλεις και στους άλλους. Αυτό συμβαίνει στην καθημερινή ζωή και δημιουργεί ορισμένα προβλήματα. Στη σφαίρα της φαντασίας, όλες αυτές οι καταστροφικές τάσεις μπορούν να βρουν χώρο και πρόσωπο στην αναπαράσταση του εχθρού, του αντιζήλου, του ανταγωνιστή και αποτελούν αναπόσπαστο και αναγκαίο τμήμα της ιστορίας.Με άλλα λόγια, το «κακό» στα παραμύθια υπάρχει -και μάλιστα πάντα ως αναγκαίο τμήμα της αφηγηματικής εξέλιξης μόνο στο τέλος, ίσως ύστερα από χίλιες προσπάθειες και περιπέτειες, υπερνικάτε από το καλό και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Μερικοί επικρίνουν το γεγονός ότι τα παραμύθια, επειδή μιλάνε για παλιά χρόνια, βασίλεια, βασιλιάδες, βασίλισσες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες είναι ιστορικά ξεπερασμένα. Λάθος! Πρώτα απ’ όλα, το παιδί δεν έχει καμιά γνώση για λεγάμενη κοινωνική πραγματικότητα έτσι όπως αυτή παρουσιάζεται σε έναν ενήλικο. Το παιδί ζει στην ουσία σε ένα μικρό βασίλειο», με έναν βασιλιά, μια βασίλισσα και μερικούς πρίγκιπες και πριγκίπισσες, όπου οι σχέσεις εξουσίας είναι πολύ καλά καθορισμένες. Σε σχέση με τα πράγματα που το αφορούν δε γίνεται ποτέ μαζική ψηφοφορία για το τι ώρα θα πρέπει να πάει για ύπνο, ούτε κανένα δημοψήφισμα για να αποφασιστεί αν πρέπει ή δεν πρέπει να πλύνει τα δόντια του. Η αναπαράσταση ενός βασιλείου είναι πολύ πιο κοντά στα καθημερινά του βιώματα, παρά η αναπαράσταση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος που βασίζεται στην εργασία. Και ποια εργασία άλλωστε; Το παιδί είναι τελείως έξω απ’ αυτό τον χώρο του είναι πιο εύκολο να φανταστεί ότι τα μακαρόνια ζωντανεύουν από θαύμα, παρά να επιχειρήσει να αποκωδικοποιήσει άγνωστες έννοιες.
Επιπλέον, το παιδί ζει πραγματικά σε έναν κόσμο με γίγαντες, όπου μόλις και μετά βίας φτάνει ως τα πόδια τους, σίγουρα προικισμένους με μαγικές ιδιότητες και εξαιρετική δύναμη. Για όσα συμβαίνουν γύρω του, από τεχνικής άποψης καταλαβαίνει ελάχιστα πράγματα, είναι όμως πιο ευαίσθητο και αντιλαμβάνεται με περισσότερη ευκολία από τον ενήλικο τις αποχρώσεις των συναισθημάτων. Το παιδί κουβεντιάζει καθημερινά με τις καρέκλες – και πώς μπορεί να του πει κανείς ότι δεν είναι μαγικές αφού το ρίχνουν κάτω όποτε «θελήσουν»; όλα εξηγούνται πολύ καλύτερα με προθέσεις, επιθυμίες, σκοπιμότητες, εμπόδια και αναπάντεχους κινδύνους, ακριβώς όπως συμβαίνει στα παραμύθια.
Ακόμη και σε σχέση με την οικονομική πραγματικότητα γενικότερα, τα παραμύθια αναφέρονται σε έναν κόσμο μακρινό, με φτωχούς χωρικούς, βασιλιάδες, ξυλοκόπους και ράφτες, αλλά όσον αφορά στο παιδί, ο μπαμπάς του φεύγει από το σπίτι το πρωί και επιστρέφει το βράδυ – τώρα αν στο μεταξύ πήγε να κόψει ξύλα ή είχε μια σύσκεψη μάρκετινγκ δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Στο παιδί μένει πάντως η αίσθηση ότι αυτή η περίοδος απουσίας του πατέρα σχετίζεται με το κλίμα αφθονίας ή ανησυχίας για την έλλειψη υλικών αγαθών που το ίδιο βιώνει στην οικογένεια, και στα παραμύθια γίνεται ευρέως λόγος ακριβώς γι’ αυτά τα πράγματα. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ένα τελευταίο σημείο– αυτή την απομάκρυνση στον χρόνο και τον χώρο. Η φράση «Μια φορά κι έναν καιρό… στα πολύ παλιά χρόνια… σε ένα μακρινό βασίλειο…» επιτρέπει να δημιουργήσουμε μια απόσταση ανάμεσα στον φανταστικό και τον πραγματικό κόσμο και αυτή η απόσταση μας επιτρέπει με τη σειρά της να εκθέσουμε θέματα και συγκρούσεις, μάχες και δράματα που θα προκαλούσαν έντονη ανησυχία αν αναφέρονταν σε μια σύγχρονη πραγματικότητα. Ο ξεχωριστός χώρος του παραμυθιού είναι ένας από τους λόγους της αποτελεσματικότητας του ως προς τη μετάδοση στοιχείων του ασυνείδητου.
Πηγή: //Πάολα Σανταγκόστινο, “Βιβλιοθήκη για γονείς’’, εκδ.Καστανιώτη.