Πρέπει να βάζουμε όρια στα παιδιά; Γράφει η Κωνσταντοπούλου Μαρία, Ψυχολόγος συνεργάτης του doctoranytime.g
Ένα μεγάλο ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι γονείς στη σχέση με τα παιδιά τους, είναι αυτό των ορίων. Η δυναμική των σχέσεων σε κάθε οικογένεια διαφοροποιείται ανάλογα με ποικίλους παράγοντες, όπως τον τύπο οικογένειας, αν είναι πυρηνική ή μονογονεϊκή, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως π.χ. πόσα μέλη απαρτίζουν την οικογένεια ή ποιος έχει αναλάβει την καθημερινή φροντίδα του παιδιού, π.χ. η γιαγιά ή κάποια γυναίκα που κρατάει το παιδί όταν η μητέρα εργάζεται.
Σε κάθε περίπτωση, η πλειοψηφία των γονέων έρχονται αντιμέτωποι με το θέμα των ορίων προς τα παιδιά τους: «Πώς μπορώ να βάλω όρια στο παιδί όταν ζητάει να φάει περισσότερο ή όταν ζητάει να πάρει όλα τα παιχνίδια από το κατάστημα ή όταν επιμένει να παίζει με τις ώρες στον υπολογιστή;» και άλλα τέτοιου τύπου ερωτήματα φαίνεται να προβληματίζουν τους γονείς.
Όπως είναι φυσικό, ο τρόπος που επιλέγουμε να οριοθετήσουμε τη συμπεριφορά του παιδιού εξαρτάται από την ηλικία του. Όμως, αυτό που πρέπει να έχουν όλοι οι γονείς υπ’όψιν τους είναι ότι το θέμα των ορίων οφείλουν να το προσέξουν ιδιαίτερα από νωρίς, δηλ. από όταν το παιδί είναι ήδη σε μικρή ηλικία, ακόμη και από την ηλικία των 3 χρονών και μετά: από τη στιγμή που το παιδί περπατά και μιλά μπαίνει σε πολύ πιο ενεργή συνδιαλλαγή με το περιβάλλον του και είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ήδη από αυτή την ηλικία μπορούν να μπουν οι βάσεις που θα βοηθήσουν τους γονείς να βάλουν όρια.
Από την άλλη μεριά, ακόμη και ένα παιδί που δεν έχει μάθει τα όρια από μικρό, πάντοτε είναι χρήσιμο να του τα θέσουμε, έστω και σε μεγαλύτερη ηλικία, ειδικά στις περιπτώσεις των εφήβων που πολλές φορές είναι και η πιο δύσκολη περίπτωση. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τα ίδια τα παιδιά αναζητούν τα όρια από τους γονείς τους, αφού μόνο έτσι μπορούν να αντιληφθούν τη δική τους θέση και ρόλο: αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να τους γίνει ξεκάθαρο ποιος είναι ο γονέας και ποιο το παιδί στη σχέση τους και ακόμη περισσότερο μέχρι πού μπορούν να δρουν και σε ποιο σημείο πρέπει να σταματούν. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να τους τεθούν όρια, γι’ αυτό και πολλές φορές μας δοκιμάζουν για να δουν και τα δικά μας όρια. Αν το παιδί δεν έχει μάθει τα όριά του δεν μπορεί να αναγνωρίσει τη θέση του και τότε είναι που οι γονείς «σηκώνουν τα χέρια ψηλά», «δεν τους ακούει καθόλου», «κάνει το δικό του ό,τι και να λένε», «τους έχει καβαλήσει» και άλλες τέτοιου είδους εκφράσεις που χρησιμοποιούν συχνά οι γονείς για να περιγράψουν την απόγνωσή τους όταν μεγαλώνουν τα παιδιά τους χωρίς όρια.
Πρέπει να τονιστεί ότι η αδυναμία αυτή των γονέων σχετίζεται κυρίως με τη δική τους έλλειψη ορίων: δηλαδή, όταν ο γονέας δεν διαθέτει ο ίδιος τα δικά του εσωτερικά όρια δεν είναι σε θέση να επιβάλλει τα όρια στο παιδί. Επιπλέον, πολλές περιπτώσεις παιδιών χωρίς όρια σχετίζονται με ενοχές και ανασφάλειες του γονέα σχετικά με την επάρκειά του ως γονιός. Γι’ αυτό λοιπόν και είναι απαραίτητο να υπενθυμίζουμε στους γονείς ότι όσο και εάν αισθάνονται ανεπαρκείς στον ρόλο τους ή ενοχικοί για το ότι «δεν περνούν αρκετό χρόνο με το παιδί», «δεν μπορούν να του προσφέρουν ό,τι θα ήθελαν», «δεν είναι σε θέση να του δώσουν όσα θα ήθελαν» και άλλα παρόμοια, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι εκείνοι είναι οι γονείς και το παιδί είναι το παιδί. Να δεχθούν την ανεπάρκεια και την αδυναμία τους ότι πιθανόν να μην του δίνουν αρκετά, αλλά παράλληλα να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, ακόμη και εάν αυτό δεν αντιπροσωπεύει όλα όσα θα ήθελαν. Μόνο εάν μπορέσουν να αποδεχθούν αυτή την αδυναμία θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τις ενοχές που αισθάνονται και να λειτουργήσουν αποτελεσματικά στη σχέση τους με το παιδί.
Προφανώς, τόσο λόγω των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που δυσχεραίνουν την πραγματικότητα, όσο και λόγω των απαιτητικών καταστάσεων που καλούνται να ανταπεξέλθουν οι γονείς, το έργο τους δυσκολεύεται ακόμη περισσότερο. Όμως, μέσα σε αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να μεγαλώσουν το παιδί, άρα είναι απαραίτητο να προσαρμοστούν και να προχωρήσουν με τα μέσα που διαθέτουν. Επομένως, πρέπει αρχικά να επεξεργαστούν τα δικά τους συναισθήματα που σχετίζονται με τα προσωπικά τους όρια αλλά και με τις ενοχές τους για να καταφέρουν να οριοθετήσουν το παιδί.
Πιο συγκεκριμένα, οι γονείς μπορούν να ακολουθήσουν τις παρακάτω χρήσιμες πρακτικές συμβουλές για να βελτιώσουν τη σχέση με τα παιδιά τους, θέτοντάς τους όρια:
Τα όρια δεν αντιπροσωπεύουν την αυστηρή απαγόρευση. Προϋποθέτουν διάλογο με το παιδί και οπωσδήποτε να υπάρχει κάποιος λόγος που θέτουμε τον περιορισμό. Οι γονείς που προσπαθούν να βάλουν όρια με εξηγήσεις «γιατί το λέω εγώ» ή «γιατί εγώ είμαι ο γονέας και εσύ το παιδί» χωρίς να δώσουν συγκεκριμένη αιτιολογία για αυτό που λένε φαίνονται απαγορευτικοί και τιμωρητικοί και ενδεχομένως να προκαλέσουν αντίδραση από το παιδί. Το βέβαιο είναι ότι ακόμη και εάν το παιδί συμμορφώνεται με τις υποδείξεις μας, δεν γνωρίζει τον λόγο της απαγόρευσης. Έτσι, δεν μπορεί να προστατευτεί όταν ο γονέας είναι απών.
Η μεγαλύτερη ευθύνη του γονέα απέναντι στο παιδί είναι να το βοηθήσει να γίνει ο γονέας του εαυτού του, δηλ. να αναλάβει την προστασία και την ασφάλειά του όταν δεν είναι υπό την επίβλεψη του γονέα. Αν, λοιπόν, ο γονέας δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί π.χ. δεν επιτρέπεται να φάει 10 πακέτα πατατάκια ή να περάσει 4 ώρες στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή, αναλύοντας και επεξηγώντας τους λόγους και τους κινδύνους, το παιδί δεν θα είναι σε θέση να επιβάλλει τον περιορισμό στον εαυτό του όταν είναι μόνο του στο σπίτι ή στο σχολείο.
Έτσι, χρειάζεται κατ’ αρχήν να γνωρίζουμε εμείς οι ίδιοι για ποιον λόγο περιορίζουμε το παιδί στη συγκεκριμένη κατάσταση και να θέτουμε τον περιορισμό εκεί όπου πραγματικά είναι αναγκαίο και όχι μόνο και μόνο για να βάλουμε όρια. Στις περιπτώσεις που δεν είναι απαραίτητο, καλό είναι να αφήνουμε το παιδί ελεύθερο ώστε να αισθάνεται χώρο να εκδηλώσει την προτίμησή του, την επιλογή του, την επιθυμία του: με αυτόν τον τρόπο του δίνουμε επιπλέον το μήνυμα ότι δεν είμαστε «παράλογοι», «απαιτητικοί» και άλλα παρόμοια και ότι του επιτρέπουμε να διαλέξει το ίδιο για διάφορα που το αφορούν.
Όμως, εκεί όπου πραγματικά είναι αναγκαίο να θέσουμε τα όρια, θα πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι απέναντι στο παιδί και σταθεροί σε αυτό που λέμε: κάθε φορά που επαναλαμβάνεται το ίδιο αίτημα του παιδιού θα πρέπει να έχουμε την ίδια απάντηση γιατί διαφορετικά φαινόμαστε ασυνεπείς. Δηλ. αν του επιτρέπουμε 2 ώρες τηλεόραση θα πρέπει αυτό να το εφαρμόζουμε και να εμμένουμε στη θέση μας, είτε είμαστε ευδιάθετοι και μπορούμε να το διαχειριστούμε είτε δεν έχουμε την όρεξη να ασχοληθούμε περαιτέρω. Το παιδί δεν μπορεί να αισθανθεί ασφάλεια εάν στη μία περίπτωση μπορεί να κάνει κάτι και στην άλλη περίπτωση όχι, ανάλογα με την δική μας διάθεση γιατί δεν μπορεί να μπει στη θέση να κατανοήσει τι αλλάζει, γι’ αυτό και πολλές φορές σε αυτή την περίπτωση οδηγούμαστε στη σύγκρουση.
Στις περιπτώσεις όπου οι γονείς νιώθουν αβοήθητοι και δεν βλέπουν καμία λύση για να οριοθετήσουν το παιδί, κάτι που συμβαίνει συχνά κατά την περίοδο της εφηβείας, οι γονείς μπορούν να χρησιμοποιήσουν εναλλακτικές λύσεις για την όποια κατάσταση: αυτό σημαίνει ότι μπορούν να περιορίσουν το παιδί σε κάτι που θεωρούν ότι πρέπει, π.χ. στη διάρκεια της εξόδου με τους φίλους του, προτείνοντας όμως παράλληλα στο παιδί μία εναλλακτική επιλογή παρόμοιου τύπου, π.χ. να ασχοληθεί με κάποια άλλη ψυχαγωγική δραστηριότητα που του αρέσει, ώστε το παιδί να μην αισθανθεί ότι του απαγορεύουν κάτι ολοκληρωτικά, αφού του επιτρέπουν κάτι άλλο. Το ζήτημα εδώ είναι περισσότερο ο τρόπος προσέγγισης του εφήβου, αλλά πάντοτε βοηθά το να του δώσουμε την επιλογή της εναλλακτικής ή ακόμη και να το ρωτήσουμε τι θα ήθελε να κάνει αντί αυτού που δεν του επιτρέπουμε. Αλλά και αυτός ο τρόπος προϋποθέτει συζήτηση με το παιδί και παράθεση των λόγων της απαγόρευσης.
Τέλος, στις περιπτώσεις όπου το παιδί το φροντίζουν άλλοι, π.χ. η γιαγιά του ή μια γυναίκα που το κρατάει, θα πρέπει να έχουμε συμφωνήσει μαζί τους πάνω σε βασικά θέματα διαπαιδαγώγησης. Από τη στιγμή που ο γονέας έχει την πλήρη ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού, ο ίδιος πρέπει να αποφασίσει πότε και πού θα μπουν τα όρια, τα οποία όμως επιβάλλεται να τηρούνται από όλους όσους εμπλέκονται στη φροντίδα του. Αυτό είναι σημαντικό γιατί μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση στο παιδί, εάν αντιληφθεί ότι π.χ. η γιαγιά ή η νταντά το αφήνει να κάνει ό,τι θέλει σε αντίθεση με τους γονείς που το περιορίζουν. Δεν είναι εύκολο για το παιδί να κατανοήσει τα κίνητρα των ενηλίκων, π.χ. ότι η γιαγιά θέλει να το ευχαριστήσει όσο γίνεται περισσότερο ή ότι η νταντά βαριέται να ασχοληθεί με διαπαιδαγώγηση και αρκείται στο φαγητό και στην επίβλεψη, με αποτέλεσμα να μπερδεύεται όταν η μητέρα του βάζει περιορισμούς στο φαγητό ή στο παιχνίδι ή στη διασκέδασή του. Όλοι οι ενήλικες που ασχολούνται με το ίδιο παιδί σε καθημερινή-συστηματική βάση οφείλουν να απαντούν με παρόμοιο τρόπο στα διάφορα αιτήματα του παιδιού.